ναυφθορια

ναυφθορια
    ναυφθορία
    ναυ-φθορία
    ἥ гибель корабля, кораблекрушение Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ναυφθορια" в других словарях:

  • ναυφθορία — η (Α ναυφθορία) [ναύφθορος] φθορά ή και απώλεια πλοίου, ναυάγιο …   Dictionary of Greek

  • ναυφθορίας — ναυφθορίᾱς , ναυφθορία shipwreck fem acc pl ναυφθορίᾱς , ναυφθορία shipwreck fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυφθορίης — ναυφθορία shipwreck fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυφθορίῃ — ναυφθορία shipwreck fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυφθορίῃσιν — ναυφθορία shipwreck fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»